Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μανίκι

  • 1 μανίκι

    [маники] ουσ. о. рукав.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μανίκι

  • 2 рукав

    рукав м 1) (одежды) το μανίκι 2) (реки) о βραχίονας
    * * *
    м
    1) ( одежды) το μανίκι
    2) ( реки) ο βραχίονας

    Русско-греческий словарь > рукав

  • 3 рукав

    1. (одежды) η περιχειρίδα, разг. το μανίκι 2. (шланг для подачи жидкости, сыпучих материалов и т.п.) о ελαστικός σωλήνας, η μάνικα
    армированный - οπλισμένος -, ενισχυμένος -
    3. (ответвление, отходящееот главного русла реки) о βραχίονας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рукав

  • 4 запонка

    запонка
    ж τό κουμπί γιά μανίκι (для манжеты)/ τό κουμπί τοῦ γιακά, τό κουμπί τοῦ κολλάρου (для воротничка).

    Русско-новогреческий словарь > запонка

  • 5 приметывать

    приметывать
    несов τρυπώνω:
    \приметывать рука́в τρυπώνω τό μανίκι.

    Русско-новогреческий словарь > приметывать

  • 6 рукав

    рукав
    м
    1. (одежды) τό μανίκι·
    2. (реки) ὁ βραχίονας [-ων]·
    3. (пожарный) ὁ σωλήν [-ας]· ◊ делать что-л. спустя \рукава κάνω κάτι πρόχειρα, δουλεύω μέ τό στανιό, δουλεύω ἀπρόθυμα.

    Русско-новогреческий словарь > рукав

  • 7 тормошить

    тормошить
    несов прям., перен τραβώ, τραβολογώ, συχνοτραβώ, φορτώνομαι/ ἐνοχλώ (надоедать):
    \тормошить за рукав τραβώ ἀπ· τό μανίκι.

    Русско-новогреческий словарь > тормошить

  • 8 удлинить

    удлинить
    сов, удлинять несов μακραίνω, ἐπιμηκύνω/ παρατείνω (срок):
    \удлинить рукав μακραίνω τό μανίκι.

    Русско-новогреческий словарь > удлинить

  • 9 ухватываться

    ухватывать||ся
    1. (за что-л.) ἀρπάζομαι, πιάνομαι/ κρατιέμαι, συγκρατιέμαι (удерживаться):
    \ухватыватьсяся за рука́в κρατιέμαι ἀπ' τό μανίκι· \ухватыватьсяся за перила πιάνομαι ἀπ' τά κάγκελα·
    2. перен δράττομαι.

    Русско-новогреческий словарь > ухватываться

  • 10 запонка

    [ζάπανκα] ουσ. Θ. κουμπί για μανίκι

    Русско-греческий новый словарь > запонка

  • 11 рукав

    [ρουκάφ] ουσ. α μανίκι

    Русско-греческий новый словарь > рукав

  • 12 запонка

    [ζάπανκα] ουσ θ κουμπί για μανίκι

    Русско-эллинский словарь > запонка

  • 13 рукав

    [ρουκάφ] ουσ α μανίκι

    Русско-эллинский словарь > рукав

  • 14 вывернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•

    вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.

    2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.
    3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.
    4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).
    1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•

    -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.

    3. αναστρέφομαι•

    рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.

    4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή.

    Большой русско-греческий словарь > вывернуть

  • 15 дёргать

    ρ.δ.
    1. τραβώ κουνώντας•

    он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.

    2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•

    его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.

    || κινώ απότομα μέλος του σώματος•

    дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.

    3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.
    4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•

    дёргать зуб βγάζω το δόντι•

    дёргать лн βγάζω το λινάρι.

    5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.
    εκφρ.
    носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.
    κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•

    у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > дёргать

  • 16 дометать

    ρ.δ.
    βλ. домести.
    ρ.σ.μ.
    αποτρυπώνω, τελειώνω το τρύπωμα•

    дометать рукав αποτρυπώνω το μανίκι,.

    -мечу, -мечешь ρ.σ.μ.
    τελειώνω τη ρίψη, εξακόντιση• εξακοντίζω ως.

    Большой русско-греческий словарь > дометать

  • 17 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 18 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 19 задеть

    -дену, -денешь; προστκ. задень
    ρ.σ.κ.
    αγγίζω, θίγω, άπτομαι, εφάπτομαι, ακουμπώ•

    рукавом -ел он стакан и опрокинул его με το μανίκι έγγιζε το ποτήρι και το ανέτρεψε.

    || μτφ. πειράζω, πληγώνω•

    его выступление сильно меня -ла η ομιλία του πολύ με έθιξε.

    || μτφ. επιλαμβάνομαι ακροθιγώς.

    Большой русско-греческий словарь > задеть

  • 20 зацепить

    -едлю, -епишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зацепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. || εγγίζω, θίγω άθελα. || σκαλώνω, στεργιώνω, αναρτώ.
    2. μτφ. Θίγω (αισθήματα, συμφέροντα), γγίζω εκεί που πονά.
    προσκόπτω, πιάνομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι•

    рукав -лся за гвоздь το μανίκι σκάλωσε στο καρφί.

    || γαντζώνομαι, πιάνομαι, αρπάζομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > зацепить

См. также в других словарях:

  • μανίκι — το (Μ μανίκιον και μανίκιν και μανίκι) 1. το μέρος τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι, χειρίδα 2. το μέρος από το οποίο μπορεί να κρατήσει ή να χειριστεί κάποιος ένα όργανο, η λαβή, το χερούλι ενός εργαλείου ή δοχείου («το μανίκι τού μαχαιριού»… …   Dictionary of Greek

  • μανίκι — το (λ. λατ.) 1. το μέρος των ρούχων γύρω από τα χέρια: Σκίστηκε το μανίκι της μπλούζας μου. 2. η λαβή του μαχαιριού: Κρατούσε απειλητικά το μαχαίρι από το μανίκι. 3. μτφ., κάτι πολύ δύσκολο: Αυτό το μάθημα είναι μανίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανικώνω — [μανίκι] 1. ράβω μανίκια σε ένδυμα 2. προσθέτω λαβή σε όργανο ή σε σκεύος, εφαρμόζω λαβή …   Dictionary of Greek

  • αμάνικος — (I) η, ο [μανίκι] (κυρίως για ρούχα) αυτός που δεν έχει μανίκια. (II) η, ο [μανίκι] αυτός (π. χ. μαχαίρι) που δεν έχει λαβή …   Dictionary of Greek

  • μανίκα — η [μανίκι] μεγάλο και φαρδύ μανίκι …   Dictionary of Greek

  • μανικοκάπι — το 1. το μανίκι τής κάπας 2. φρ. «έχει την τράπουλα στο μανικοκάπι» λέγεται για μανιώδη χαρτοπαίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανίκι + κάπα] …   Dictionary of Greek

  • φαρδομάνικος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια 2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο 3. παροιμ. φρ. «καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες» δηλώνει ότι πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… …   Wikipedia

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • κοντομάνικος — η, ο (για ρούχα) αυτός που έχει κοντά μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μάνικος (< μανίκι), πρβλ. μακρυ μάνικος, μαυρο μάνικος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»